- καταίγδην
- καταίγδηνcoming violently downindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταίγδην — (Α) επίρρ. ορμητικά, βίαια, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] … Dictionary of Greek
προπροκαταΐγδην — Α επίρρ. (για πλοίο) με πολύ ορμητική πλεύση προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + καταΐγδην «ορμητικά, σφοδρά»] … Dictionary of Greek